- μολυβουργός
- μολυβουργός, ὁ (Μ)βλ. μολυβδουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολιβουργός — μολιβουργός, ὁ (Α) βλ. μολυβουργός … Dictionary of Greek
μολυβδουργός — ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός) τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ουργός*] … Dictionary of Greek